ἐπικλίνας

ἐπικλίνας
ἐπικλί̱νᾱς , ἐπικλίνω
put to
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφηκώ — όω, Α [σφήξ, ηκός] 1. δένω στερεά, συσφίγγω («καὶ τὸν αὐχένα μικρὸν ἐπικλίνας τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας», Ηλιόδ.) 2. δένω γύρω γύρω σφιχτά 3. στηρίζω καλά, στερεώνω 4. κλείνω καλά («αἱ θυρίδες ἀνεώγνυντο εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι ἔνδοθεν», Αριστείδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”